- ουρανογραφικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρανογραφία («ουρανογραφικές μελέτες»)2. φρ. α) «ουρανογραφικές συντεταγμένες» — σύστημα σφαιρικών συντεταγμένων, ανεξάρτητο από τον τόπο και τον χρόνο παρατήρησης, και, συνεπώς, κατάλληλο για τη σύνταξη αστρικών καταλόγωνβ) «ουρανογραφική σφαίρα» — απεικόνιση τής θέσης τών αστέρων και τών αστερισμών πάνω σε μια σφαίρα που αναπαριστάνει τη φανταστική ουράνια σφαίρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Αγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.